- οργανωτικός
- -ή, -ό1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην οργάνωση ή είναι κατάλληλος να οργανώσει κάτι («οργανωτικό πνεύμα»)2. το θηλ. ως ουσ. η οργανωτική(κοινων.) η επιστήμη που ερευνά τα οργανωτικά φαινόμενα και αποσκοπεί στη διατύπωση αρχών και κανόνων για την επίτευξη άριστης αποτελεσματικότητας σε θέματα οργάνωσης.επίρρ...οργανωτικώς και -άαπό οργανωτική άποψη.[ΕΤΥΜΟΛ. < οργανωτής. Η λ. μαρτυρείται από το 1884 στον Α. Ν. Στούπη].
Dictionary of Greek. 2013.